λεῖψις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεῖψῐς αἱ λείψεις
      γενική τῆς λείψεως τῶν λείψεων
      δοτική τῇ λείψει ταῖς λείψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λεῖψῐν τὰς λείψεις
     κλητική ! λεῖψῐ λείψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λείψει
γεν-δοτ τοῖν  λειψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεῖψις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λεῖψις, -εως θηλυκό

  1. (ελληνιστική κοινή) έλλειψη
  2. (ελληνιστική κοινή) παράλειψη
  3. (ελληνιστική κοινή) έκλειψη
  4. (ελληνιστική κοινή) όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις

Σύνθετα

  • ἀπόλειψις
  • διάλειψις
  • ἐγκατάλειψις
  • ἔκλειψις
  • ἔλλειψις
  • ἐναπόλειψις
  • ἐπίλειψις
  • κατάλειψις
  • παράλειψις
  • παρέλλειψις
  • ὑπόλειψις

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.