λεῖψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λεῖψῐς | αἱ | λείψεις | ||||
| γενική | τῆς | λείψεως | τῶν | λείψεων | ||||
| δοτική | τῇ | λείψει | ταῖς | λείψεσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | λεῖψῐν | τὰς | λείψεις | ||||
| κλητική ὦ! | λεῖψῐ | λείψεις | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λείψει | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | λειψέοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- λεῖψις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λεῖψις, -εως θηλυκό
Σύνθετα
- ἀπόλειψις
- διάλειψις
- ἐγκατάλειψις
- ἔκλειψις
- ἔλλειψις
- ἐναπόλειψις
- ἐπίλειψις
- κατάλειψις
- παράλειψις
- παρέλλειψις
- ὑπόλειψις
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λείπω
Πηγές
- λεῖψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.