λεκ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λεκ < (άμεσο δάνειο) αλβανική lek
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈlek/
-
λεκ στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- λεκ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
