λειχηνιάρη

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού
λειχηνιάρη
- λειχηνιάρης, στη γενική του ενικού
- λειχηνιάρης, στην αιτιατική του ενικού
- λειχηνιάρης, στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.