λειχηνιάρη

Ελληνικά (el)

Κλιτή μορφή ουσιαστικού

λειχηνιάρη

  1. λειχηνιάρης, στη γενική του ενικού
  2. λειχηνιάρης, στην αιτιατική του ενικού
  3. λειχηνιάρης, στην κλητική του ενικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.