λαυρεωτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαυρεωτικός η λαυρεωτική το λαυρεωτικό
      γενική του λαυρεωτικού της λαυρεωτικής του λαυρεωτικού
    αιτιατική τον λαυρεωτικό τη λαυρεωτική το λαυρεωτικό
     κλητική λαυρεωτικέ λαυρεωτική λαυρεωτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαυρεωτικοί οι λαυρεωτικές τα λαυρεωτικά
      γενική των λαυρεωτικών των λαυρεωτικών των λαυρεωτικών
    αιτιατική τους λαυρεωτικούς τις λαυρεωτικές τα λαυρεωτικά
     κλητική λαυρεωτικοί λαυρεωτικές λαυρεωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαυρεωτικός <Λαύριο + -τικός (μαρτυρείται από το 1876)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /la.vɾe.o.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαυρεωτικός

Επίθετο

λαυρεωτικός, -ή, -ό

  • ο σχετικός με το Λαύριο ή τους κατοίκους του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.