λατυπογενής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λατυπογενής | η | λατυπογενής | το | λατυπογενές |
| γενική | του | λατυπογενούς* | της | λατυπογενούς | του | λατυπογενούς |
| αιτιατική | τον | λατυπογενή | τη | λατυπογενή | το | λατυπογενές |
| κλητική | λατυπογενή(ς) | λατυπογενής | λατυπογενές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λατυπογενείς | οι | λατυπογενείς | τα | λατυπογενή |
| γενική | των | λατυπογενών | των | λατυπογενών | των | λατυπογενών |
| αιτιατική | τους | λατυπογενείς | τις | λατυπογενείς | τα | λατυπογενή |
| κλητική | λατυπογενείς | λατυπογενείς | λατυπογενή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
λατυπογενής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.