λατυπογενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λατυπογενής η λατυπογενής το λατυπογενές
      γενική του λατυπογενούς* της λατυπογενούς του λατυπογενούς
    αιτιατική τον λατυπογενή τη λατυπογενή το λατυπογενές
     κλητική λατυπογενή(ς) λατυπογενής λατυπογενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λατυπογενείς οι λατυπογενείς τα λατυπογενή
      γενική των λατυπογενών των λατυπογενών των λατυπογενών
    αιτιατική τους λατυπογενείς τις λατυπογενείς τα λατυπογενή
     κλητική λατυπογενείς λατυπογενείς λατυπογενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λατυπογενής < λατύπη + -ο- + -γενής

Επίθετο

λατυπογενής

  1. (γεωλογία) που προέρχεται από λατύπες
  2. (γεωλογία) άλλη μορφή του λατυποπαγής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.