λαμπάντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η λαμπάντα
      γενική της λαμπάντας
    αιτιατική τη λαμπάντα
     κλητική λαμπάντα
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπάντα < πορτογαλική lambada (δυνατό χαστούκι, χτύπημα)

Ουσιαστικό

λαμπάντα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • Lambada στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.