λαλάγγια

Ελληνικά (el)

Ετυμολογία
- λαλάγγια < → Η ετυμολογία λείπει.

Ουσιαστικό
λαλάγγια ουδέτερο
- χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό, τραγανές τηγανίτες με κυλινδρικό σχήμα, σαν πλεγμένα μακαρόνια, πελοποννησιακής προέλευσης, συνήθως από τη Μάνη, από αλεύρι και λάδι

Μεταφράσεις
λαλάγγια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.