λαζαρέττο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λαζαρέττο τα λαζαρέττα
      γενική του λαζαρέττου των λαζαρέττων
    αιτιατική το λαζαρέττο τα λαζαρέττα
     κλητική λαζαρέττο λαζαρέττα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαζαρέττο <  δείτε τη λέξη λαζαρέτο

Ουσιαστικό

λαζαρέττο ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.