λαίδη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαίδη < αγγλική lady

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈle.ði/

Ουσιαστικό

λαίδη θηλυκό

  1. κυρία της αριστοκρατίας, η σύζυγος ενός λόρδου
  2. αγγλικός τίτλος ευγενείας για γυναίκες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.