λάχνη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λάχνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λάχνη θηλυκό

  1. (ανατομία) πολύ λεπτή νηματοειδής προεξοχή διαφόρων υμένων
    εντερική λάχνη

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

λάχνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λάχνη θηλυκό

  1. χνούδι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.