λάου λάου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λάου λάου < λαγός λάγου - λάγου, αντί λαγού - λαγού

Επίρρημα

λάου λάου

  • πολύ αργά, σιγανά και πονηρά (λέγεται συνήθως η με πλάγιο τρόπο επίτευξη ενός σκοπού)
    λάου λάου το πηγαίνεις

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.