κόντουρος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κόντουρος < (κοντός) κοντ- + οὐρ(ά) + -ος

Επίθετο

κόντουρος

  1. που έχει κομμένη ή κοντή ουρά, κολοβός, κολοβωμένος
  2. κοντός

Παράγωγα

ουσιαστικοποιημένα:

  • τὰ (ἅγια) κόντουρα : η παραμονή της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
  • αἱ κονδοῦραι (θηλυκό, πληθυντικός) είδος σκάφους παράκτιας αλιείας στη Δαλματία
  • τὰ κούντουρα (ουδέτερο, πληθυντικός)
  • κουντοῦρα (θηλυκό, ενικός) (Χρειάζεται έλεγχος τονισμού)

Συγγενικά

Ουσιαστικό

κόντουρος αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.