κόβω τα φτερά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κόβω τα φτερά:  δείτε τις λέξεις κόβω, τα και φτερά, πληθυντικός του φτερό

Έκφραση

κόβω τα φτερά (κάποιου], σε κάποιον)

  • του/της/τους κόβω τα φτερά

Συνώνυμα

  • κόβω τα πόδια σε κάποιον
  • κόβω την φόρα

Αντώνυμα

  • ανεβάζω το ηθικό κάποιου
  • δίνω φτερά σε κάποιον
  • βγάζω από το καβούκι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.