κωλυόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κωλυόμενος η κωλυόμενη το κωλυόμενο
      γενική του κωλυόμενου της κωλυόμενης του κωλυόμενου
    αιτιατική τον κωλυόμενο την κωλυόμενη το κωλυόμενο
     κλητική κωλυόμενε κωλυόμενη κωλυόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κωλυόμενοι οι κωλυόμενες τα κωλυόμενα
      γενική των κωλυόμενων των κωλυόμενων των κωλυόμενων
    αιτιατική τους κωλυόμενους τις κωλυόμενες τα κωλυόμενα
     κλητική κωλυόμενοι κωλυόμενες κωλυόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κωλυόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος κωλύομαι

Μετοχή

κωλυόμενος -η -ο

  • που κωλύεται, που παρεμποδίζεται να κάνει κάτι λόγω συνθηκών

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.