κωλοτούμπας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κωλοτούμπας < κωλοτούμπα
Ουσιαστικό
κωλοτούμπας αρσενικό
- (λαϊκότροπο) που αναιρεί τελείως τα λόγια του
Μεταφράσεις
κωλοτούμπας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.