κυφοπλαστική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κυφοπλαστική οι κυφοπλαστικές
      γενική της κυφοπλαστικής των κυφοπλαστικών
    αιτιατική την κυφοπλαστική τις κυφοπλαστικές
     κλητική κυφοπλαστική κυφοπλαστικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυφοπλαστική < κυφός + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική kyphoplasty)

Ουσιαστικό

κυφοπλαστική θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.