κυνηγιάρικου

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

κυνηγιάρικου αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του κυνηγιάρικος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (κυνηγιάρικο) του κυνηγιάρικος
  3. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (κυνηγιάρικο) του κυνηγιάρης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.