κυκλαδικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλαδικός η κυκλαδική το κυκλαδικό
      γενική του κυκλαδικού της κυκλαδικής του κυκλαδικού
    αιτιατική τον κυκλαδικό την κυκλαδική το κυκλαδικό
     κλητική κυκλαδικέ κυκλαδική κυκλαδικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλαδικοί οι κυκλαδικές τα κυκλαδικά
      γενική των κυκλαδικών των κυκλαδικών των κυκλαδικών
    αιτιατική τους κυκλαδικούς τις κυκλαδικές τα κυκλαδικά
     κλητική κυκλαδικοί κυκλαδικές κυκλαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κυκλαδικός < Κυκλάδες + -ικός

Επίθετο

κυκλαδικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τις Κυκλάδες ή αναφέρεται σ’ αυτές
    κυκλαδικός χορός, κυκλαδική τέχνη

Πολυλεκτικοί όροι

  • κυκλαδικός πολιστισμός (ιστορία): ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε στην περιοχή των Κυκλάδων, κατά το 3000-2000 π.Χ., και που η περίοδος ακμής του αντιστοιχεί στους τελευταίους νεολιθικούς χρόνους και την πρώιμη εποχή του χαλκού (οι επόμενες περίοδοι του κυκλαδικού πολιτισμού ταυτίζονται, διαδοχικά, με τις περιόδους ακμής του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.