κτηνωδώς
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κτηνωδώς
<
ελληνιστική κοινή
κτηνωδῶς
<
κτηνώδης
Επίρρημα
κτηνωδώς
με
κτηνώδη
τρόπο
ζωωδώς
Μεταφράσεις
κτηνωδώς
αγγλικά
:
beastly
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.