κρουνέλιασμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρουνέλιασμα | τα | κρουνελιάσματα |
| γενική | του | κρουνελιάσματος | των | κρουνελιασμάτων |
| αιτιατική | το | κρουνέλιασμα | τα | κρουνελιάσματα |
| κλητική | κρουνέλιασμα | κρουνελιάσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρουνέλιασμα < κρουνελιά(ζω) + -σμα
Ουσιαστικό
κρουνέλιασμα ουδέτερο
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του κρουνελιάζω· έντονη, ορμητική ροή
- ※ Έξω η βροχή, το κρουνέλιασμα στ' αυλάκι μπροστά στην πόρτα, η υγρασία που μπαίνει περιονιαστή
- Άγγελος Τερζάκης, «Η βροχή», στο: Του έρωτα και του θανάτου, 3η έκδοση ξαναπλασμένη. Αθήνα: Βιβλοπωλείον της Εστίας, 1983), σ. 81
- ※ Έξω η βροχή, το κρουνέλιασμα στ' αυλάκι μπροστά στην πόρτα, η υγρασία που μπαίνει περιονιαστή
Μεταφράσεις
κρουνέλιασμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.