κροκοδείλου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
κροκοδείλου ουδέτερο
- (λόγιο) γενική ενικού του κροκόδειλος, αντί του κροκόδειλου
Ομώνυμα / Ομόηχα
- Κροκοδείλου (επώνυμο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.