κροκοβαφής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κροκοβαφής η κροκοβαφής το κροκοβαφές
      γενική του κροκοβαφούς* της κροκοβαφούς του κροκοβαφούς
    αιτιατική τον κροκοβαφή την κροκοβαφή το κροκοβαφές
     κλητική κροκοβαφή(ς) κροκοβαφής κροκοβαφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κροκοβαφείς οι κροκοβαφείς τα κροκοβαφή
      γενική των κροκοβαφών των κροκοβαφών των κροκοβαφών
    αιτιατική τους κροκοβαφείς τις κροκοβαφείς τα κροκοβαφή
     κλητική κροκοβαφείς κροκοβαφείς κροκοβαφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κροκοβαφής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κροκοβαφής < κρόκος + βάπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /kro.ko.vaˈfis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κροκοβαφής

Επίθετο

κροκοβαφής, -ής, -ές

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

 συνώνυμα: κροκόβαπτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.