κρεπερί

Νέα ελληνικά (el)

Μια κρεπερί στο Λονδίνο

Ετυμολογία

κρεπερί < (άμεσο δάνειο) γαλλική crêperie < crêpe +‎ -erie < παλαιά γαλλικά crespe < λατινική crispus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)ker- (κάμπτω, λυγίζω, γυρίζω). Μορφολογικά αναλύεται σε κρέπ(α) + -ερί

Προφορά

ΔΦΑ : /kɾe.peˈɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρεπερί

Ουσιαστικό

κρεπερί θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.