κρεπ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κρεπ < γαλλική crêpe < παλαιά γαλλική crespe < λατινική crispus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (αποκόπτω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkrep/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρεπ

Ουσιαστικό

κρεπ ουδέτερο άκλιτο

  1. είδος μεταξωτού, βαμβακερού ή μάλλινου υφάσματος
  2. καουτσούκ σε σόλα παπουτσιού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.