κραταιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κραταιωμένος | η | κραταιωμένη | το | κραταιωμένο |
| γενική | του | κραταιωμένου | της | κραταιωμένης | του | κραταιωμένου |
| αιτιατική | τον | κραταιωμένο | την | κραταιωμένη | το | κραταιωμένο |
| κλητική | κραταιωμένε | κραταιωμένη | κραταιωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κραταιωμένοι | οι | κραταιωμένες | τα | κραταιωμένα |
| γενική | των | κραταιωμένων | των | κραταιωμένων | των | κραταιωμένων |
| αιτιατική | τους | κραταιωμένους | τις | κραταιωμένες | τα | κραταιωμένα |
| κλητική | κραταιωμένοι | κραταιωμένες | κραταιωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κραταιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κραταιώνω
Μεταφράσεις
κραταιωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.