κρέπι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κρέπι | τα | κρέπια |
| γενική | του | κρεπιού | των | κρεπιών |
| αιτιατική | το | κρέπι | τα | κρέπια |
| κλητική | κρέπι | κρέπια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρέπι < γαλλική crêpe < παλαιά γαλλική crespe < λατινική crispus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ker- (αποκόπτω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkre.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κρέ‐πι
Μεταφράσεις
κρέπι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.