κουτσουπιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κουτσουπιά | οι | κουτσουπιές |
| γενική | της | κουτσουπιάς | των | κουτσουπιών |
| αιτιατική | την | κουτσουπιά | τις | κουτσουπιές |
| κλητική | κουτσουπιά | κουτσουπιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια κουτσουπιά.
Ετυμολογία
- κουτσουπιά < άγνωστης ετυμολογίας[1] Κατ' άλλη άποψη,[2] < κουτσούπι (κορμός δέντρου) + -ιά < μεσαιωνική ελληνική κουζοῦπες (πληθυντικός) < πιθανόν προέλευσης από την αραβική . Διαφορετικό το μεσαιωνικό κουτσουπία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.t͡suˈpça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσου‐πιά
Ουσιαστικό
κουτσουπιά θηλυκό
- (δέντρο) της μεσογειακής υπαίθρου με πυκνά μοβ άνθη και καρδιοειδή φύλλα (Cercis siliquastrum, Κέρκις η κερατονιοειδής)
Συνώνυμα
- κότσικας
- μαμουκαλιά
- δέντρο του Ιούδα
Συγγενικά
- κουτσούπι
- → δείτε και τη λέξη κουτσούβελο
Μεταφράσεις
κουτσουπιά
|
Αναφορές
- κουτσουπιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.