κουκούδιν
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κουκούδιν < κόκκος + -ούδιν
Ουσιαστικό
κουκούδιν ουδέτερο
Συγγενικά
- κουκούδιον
- κούκουδο
- κούκουδος
- κουκουδώνω
- κουκουδωτός
- ξυλοκουκουδέα
- ξυλοκούκουδον
Πηγές
- κουκούδι(ν) σελ.318, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- κουκούδιν - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.