κουκουδώνω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κουκουδώνω < κούκουδος + ‑ώνω
Ρήμα
κουκουδώνω
- (όσον αφορά στη συνουσία) βιάζω
- ※ 15ος αιώνας, Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου, (σατιρικό και διδακτικό κείμενο), ανωνύμου, στ. 328 (στίχοι 328-332) @google.gr/books
- ἐγύρεψεν καὶ μὲ πολλὰ μὴ νὰ μὲ κουκουδώσῃ,
πλὴν τῆς μητρός μου ἡ εὐχὴ καὶ τοῦ καλοῦ πατρός μου
ἔσωσάν με κ' ἐγκρεμνίστηκα ἐς τὴν θάλασσαν ἀπέσω
κ᾿ ἐγλύτωσα τὴν συμφορὰν ἐκείνην ὅσην εἶδα,
καὶ πλεὰ μὴ δοῦν τὰ μάτια μου τοιαύτην καταδίκην."- W. Wagner, Carmina graeca medii aevi, Λειψία 1874, 112-123 (εκδίδει κατά τον κώδικα Vindobonensis theol. gr. 244 και από τη βενετσιάνικη έκδοση του 1871)
- ἐγύρεψεν καὶ μὲ πολλὰ μὴ νὰ μὲ κουκουδώσῃ,
- ※ 15ος αιώνας, Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου, (σατιρικό και διδακτικό κείμενο), ανωνύμου, στ. 328 (στίχοι 328-332) @google.gr/books
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουκούδιν
Ρηματικοί τύποι
- κουκουδώσῃ
Πηγές
- κουκουδώνω σελ.319, Τόμος 8 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- κουκουδώνω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.