κουκουδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουκουδιάζω < κουκούδ(ι) + -ιάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.kuˈðʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐κου‐διά‐ζω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
κουκουδιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.