κουζουλαίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κουζουλαίνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουζουλαίνω < κουζουλ(ός) + -αίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ku.zuˈle.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κουζουλαίμω

Ρήμα

κουζουλαίνω, πρτ.: κουζούλαινα, αόρ.: κουζούλανα, παθ.φωνή: κουζουλαίνομαι, π.αόρ.: κουζουλάθηκα

  • (λαϊκότροπο) τρελαίνω
    Μην σφυρίζεις συνεχώς! Μ' έχει κουζουλάνει, μου πήρες το κεφάλι.
    Τι 'ν' αυτά που κάνεις; Κουζουλάθηκες τελείως; Έχασες τα μυαλά σου;

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Ετυμολογία

κουζουλαίνω < κουζουλ(ός) + -αίνω

Ρήμα

κουζουλαίνω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.