κουάκερ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
κουάκερ ουδέτερο άκλιτο
- νιφάδες βρόμης
- θρησκευτικό κίνημα των Κουακέρων, μέλος της "Κοινωνίας των Φίλων"
Μεταφράσεις
κουάκερ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.