κοστολογικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοστολογικός | η | κοστολογική | το | κοστολογικό |
| γενική | του | κοστολογικού | της | κοστολογικής | του | κοστολογικού |
| αιτιατική | τον | κοστολογικό | την | κοστολογική | το | κοστολογικό |
| κλητική | κοστολογικέ | κοστολογική | κοστολογικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοστολογικοί | οι | κοστολογικές | τα | κοστολογικά |
| γενική | των | κοστολογικών | των | κοστολογικών | των | κοστολογικών |
| αιτιατική | τους | κοστολογικούς | τις | κοστολογικές | τα | κοστολογικά |
| κλητική | κοστολογικοί | κοστολογικές | κοστολογικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοστολογικός < κοστολόγιο + -ικός
Συγγενικά
- κοστολογικά
- → δείτε τις λέξεις κοστολόγιο, κόστος και λέγω
Μεταφράσεις
κοστολογικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.