κορτιζόνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κορτιζόνη | οι | κορτιζόνες |
| γενική | της | κορτιζόνης | των | κορτιζονών |
| αιτιατική | την | κορτιζόνη | τις | κορτιζόνες |
| κλητική | κορτιζόνη | κορτιζόνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.