κορανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορανικός η κορανική το κορανικό
      γενική του κορανικού της κορανικής του κορανικού
    αιτιατική τον κορανικό την κορανική το κορανικό
     κλητική κορανικέ κορανική κορανικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορανικοί οι κορανικές τα κορανικά
      γενική των κορανικών των κορανικών των κορανικών
    αιτιατική τους κορανικούς τις κορανικές τα κορανικά
     κλητική κορανικοί κορανικές κορανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κορανικός < Κοράνιο

Επίθετο

κορανικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.