κοπερνίκιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Cn
  • Ατομικός αριθμός : 112
  • Προηγούμενο = Rg
  • Επόμενο = Nh

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

κοπερνίκιο < ονομασία προς τιμήν του πολωνού αστρονόμου Νικόλαου Κοπέρνικου

Ουσιαστικό

κοπερνίκιο ουδέτερο στον ενικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κοπερνίκιο τα κοπερνίκια
      γενική του κοπερνίκιου των κοπερνίκιων
    αιτιατική το κοπερνίκιο τα κοπερνίκια
     κλητική κοπερνίκιο κοπερνίκια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.