κοντούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοντούρα | οι | κοντούρες |
| γενική | της | κοντούρας | των | κοντούρων |
| αιτιατική | την | κοντούρα | τις | κοντούρες |
| κλητική | κοντούρα | κοντούρες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοντούρα < μεσαιωνική ελληνική κόντουρος < κοντός + οὐρά
- κοντούρα < ιταλική contorno < λατινική torno < tornus < αρχαία ελληνική τόρνος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁-
Ουσιαστικό
κοντούρα θηλυκό
- (παρωχημένο) κοντή ουρά
- (τυπογραφία) το περίγραμμα ενός γράμματος, σχεδίου κ.λπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.