κοντούρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοντούρα οι κοντούρες
      γενική της κοντούρας των κοντούρων
    αιτιατική την κοντούρα τις κοντούρες
     κλητική κοντούρα κοντούρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. κοντούρα < μεσαιωνική ελληνική κόντουρος < κοντός + οὐρά
  2. κοντούρα < ιταλική contorno < λατινική torno < tornus < αρχαία ελληνική τόρνος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *terh₁-

Ουσιαστικό

κοντούρα θηλυκό

  1. (παρωχημένο) κοντή ουρά
  2. (τυπογραφία) το περίγραμμα ενός γράμματος, σχεδίου κ.λπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.