κομάντο
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κομάντο < αγγλική commando < ολλανδική kommando (πολιτοφυλακή) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈman.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐μά‐ντο
Ουσιαστικό
κομάντο αρσενικό άκλιτο (ή και ουδέτερο με πληθυντικό τα κομάντα)
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που ανήκει σε ομάδα ειδικών και επικίνδυνων αποστολών που απαιτούν εντατική εκπαίδευση
Σύνθετα
- κομάντος (αρσενικό, άκλιτο)
Αναφορές
- κομάντο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.