κομάντο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κομάντο < αγγλική commando < ολλανδική kommando (πολιτοφυλακή) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈman.do/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κομάντο

Ουσιαστικό

κομάντο αρσενικό άκλιτο (ή και ουδέτερο με πληθυντικό τα κομάντα)

  • (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που ανήκει σε ομάδα ειδικών και επικίνδυνων αποστολών που απαιτούν εντατική εκπαίδευση

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.