κολοκυθόπιτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κολοκυθόπιτα οι κολοκυθόπιτες
      γενική της κολοκυθόπιτας
    αιτιατική την κολοκυθόπιτα τις κολοκυθόπιτες
     κλητική κολοκυθόπιτα κολοκυθόπιτες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αλμυρή κολοκυθόπιτα με πράσινο κολοκύθι

Ετυμολογία

κολοκυθόπιτα < κολοκύθ(ι) + -ό- + -πιτα

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.lo.ciˈθo.pi.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κολοκυθόπιτα

Ουσιαστικό

κολοκυθόπιτα θηλυκό

  • (γαστρονομία) πίτα με γέμιση από κολοκύθια
    Η αλμυρή κολοκυθόπιτα είναι αυτή που γίνεται με πράσινα κολοκύθια, ενώ η γλυκιά κολοκυθόπιτα είναι αυτή που γίνεται με κόκκινη κολοκύθα.

Συνώνυμα

  • μπατζίνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.