κολλαριστός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κολλαριστός | η | κολλαριστή | το | κολλαριστό |
| γενική | του | κολλαριστού | της | κολλαριστής | του | κολλαριστού |
| αιτιατική | τον | κολλαριστό | την | κολλαριστή | το | κολλαριστό |
| κλητική | κολλαριστέ | κολλαριστή | κολλαριστό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κολλαριστοί | οι | κολλαριστές | τα | κολλαριστά |
| γενική | των | κολλαριστών | των | κολλαριστών | των | κολλαριστών |
| αιτιατική | τους | κολλαριστούς | τις | κολλαριστές | τα | κολλαριστά |
| κλητική | κολλαριστοί | κολλαριστές | κολλαριστά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κολλαριστός
- που του έχει γίνει κολλάρισμα
- ατσαλάκωτος, καινούριος ή σαν καινούριος
- (για πρόσωπα) που είναι ντυμένος με φρεσκοσιδερωμένα ρούχα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.