κολλέγιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κολλέγιον < ελληνιστική κοινή κολλήγιον < λατινική collegium. Συγκρίνετε με το νεοελληνικό κολέγιο.

Ουσιαστικό

κολλέγιον ουδέτερο

  1. (διοίκηση) ανώτατο συμβούλιο
  2. (νομικός όρος) δικαστικό σώμα

Συγγενικά

  • κολλεγιάτης
  • κολλίγας
  • κολλιγάτος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.