κολεχτιβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κολεχτιβισμός οι κολεχτιβισμοί
      γενική του κολεχτιβισμού των κολεχτιβισμών
    αιτιατική τον κολεχτιβισμό τους κολεχτιβισμούς
     κλητική κολεχτιβισμέ κολεχτιβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κολεχτιβισμός < κολεκτιβισμός με τροπή [kt] > [xt] με έμφαση στο δημοτικό τύπο

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.le.xtiˈvi.zmos/

Ουσιαστικό

κολεχτιβισμός αρσενικό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.