κοκόνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοκόνα οι κοκόνες
      γενική της κοκόνας
    αιτιατική την κοκόνα τις κοκόνες
     κλητική κοκόνα κοκόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοκόνα < (άμεσο δάνειο) ρουμανική cocoană [1] (μορφή του cucoană), θηλυκό του cocon (γιος, νέος)

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈko.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοκόνα

Ουσιαστικό

κοκόνα θηλυκό

  • (προσφώνηση)
    1. ή χαρακτηρισμός γυναίκας της αριστοκρατίας, αρχόντισσας
    2. (οικείο) χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας και ιδιαίτερα της κόρης
    3. (οικείο) λατρευτική ή ερωτική προσφώνηση για γυναίκα
      Ὁ πλοίαρχος ἠρραβωνίσθη ἐν τῇ Βασιλευούσῃ, καὶ κατῆλθε μὲ τὸ καράβι εἰς τὴν πατρίδα, ὅπου παρήγγειλε νὰ τοῦ κτίσουν, μὲ σχέδιον κομψὸν καὶ ἀσύνηθες ἕως τότε εἰς τὴν πολίχνην, τὴν μικρὰν ὡραίαν οἰκίαν, σκοπεύων μὲ τὸ πρῶτον ταξίδιον νὰ φέρῃ ἔπιπλα ἀπὸ τὴν Βενετίαν, διὰ νὰ εὐτρεπίσῃ, νὰ στολίσῃ τὴν νεόκτιστον οἰκίαν καὶ τὴν κάμῃ ἀξίαν τῆς ἁβρᾶς 'κοκόνας, τὴν ὁποίαν ἐμελέτα νὰ φέρῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν. Ἀλλ᾽ ἡ οἰκία δὲν ἔμελλε νὰ τελειώσῃ καὶ ἡ κοκόνα δὲν ἔμελλε νὰ κατέλθῃ. Ἡ κοκόνα, ὀκτὼ μῆνας μετὰ τὴν μνηστείαν, ἀπέθνησκε φθισικὴ εἰς τὸ Σταυροδρόμι, καὶ ἡ οἰκία ἔμεινεν ἀτελείωτη, ἔρημη καὶ ἄχαρη, ἀνὰ τὸν λιθόστρωτον ἀνηφορικὸν δρόμον, σιμὰ εἰς τὸν κρημνώδη βράχον.
      Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Της κοκόνας το σπίτι

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.