κοκκώνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοκκώνα | οι | κοκκώνες |
| γενική | της | κοκκώνας | — | |
| αιτιατική | την | κοκκώνα | τις | κοκκώνες |
| κλητική | κοκκώνα | κοκκώνες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοκκώνα < κοκόνα: η γραφή με δύο κ και ω από παρετυμολογία με το κόκκος / κόκκων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈko.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοκ‐κώ‐να
Ουσιαστικό
κοκκώνα θηλυκό
- παρωχημένη γραφή του κοκόνα
- ※ Να' τη η χωριατοπούλα, η κοκκώνα, η έμνοστη, πάει τη στάμνα να γιομίση απ' τη δροσοπηγή. (Ναπολέων Λαπαθιώτης, Περιοδικό Νουμάς, Τεύχος 536, 1914, σελ. 243 )
Μεταφράσεις
κοκκώνα
|
Πηγές
- → δείτε τη λέξη κοκόνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.