κοκέτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κοκέτα | οι | κοκέτες |
| γενική | της | κοκέτας | των | κοκετών |
| αιτιατική | την | κοκέτα | τις | κοκέτες |
| κλητική | κοκέτα | κοκέτες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοκέτα < (άμεσο δάνειο) γαλλική coquette (ή από την ιταλική cochetta [1]) θηλυκό του coquet (μικρός κόκορας) < (ηχομιμητική λέξη) [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /koˈce.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐κέ‐τα
Ουσιαστικό
κοκέτα θηλυκό (αρσενικό κοκέτης)
Μεταφράσεις
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κοκέτης
κοκέτα
|
|
Αναφορές
- κοκέτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.