κλέμα

Νέα ελληνικά (el)

Κλέμες
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλέμα οι κλέμες
      γενική της κλέμας των κλεμών
    αιτιατική την κλέμα τις κλέμες
     κλητική κλέμα κλέμες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

κλέμα θηλυκό

  1. μονωμένος σωληνωτός σύνδεσμος ηλεκτρικών καλωδίων
    • πήρε την απλίκα αλλά άφησε τις κλέμες στο ταβάνι
    • καλλίτερα η κλέμα να είναι από βακελίτη επειδή περνάει αρκετό ρεύμα
  2. ένα ζευγάρι κλέμες (1)
    • φέρε μια κλέμα να συνδέσω το φωτιστικό στο σαλόνι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.