κλέμα
Νέα ελληνικά (el)

Κλέμες
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κλέμα | οι | κλέμες |
| γενική | της | κλέμας | των | κλεμών |
| αιτιατική | την | κλέμα | τις | κλέμες |
| κλητική | κλέμα | κλέμες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κλέμα θηλυκό
- μονωμένος σωληνωτός σύνδεσμος ηλεκτρικών καλωδίων
- πήρε την απλίκα αλλά άφησε τις κλέμες στο ταβάνι
- καλλίτερα η κλέμα να είναι από βακελίτη επειδή περνάει αρκετό ρεύμα
- ένα ζευγάρι κλέμες (1)
- φέρε μια κλέμα να συνδέσω το φωτιστικό στο σαλόνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.