κιρκαδιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κιρκαδιανός | η | κιρκαδιανή | το | κιρκαδιανό |
| γενική | του | κιρκαδιανού | της | κιρκαδιανής | του | κιρκαδιανού |
| αιτιατική | τον | κιρκαδιανό | την | κιρκαδιανή | το | κιρκαδιανό |
| κλητική | κιρκαδιανέ | κιρκαδιανή | κιρκαδιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κιρκαδιανοί | οι | κιρκαδιανές | τα | κιρκαδιανά |
| γενική | των | κιρκαδιανών | των | κιρκαδιανών | των | κιρκαδιανών |
| αιτιατική | τους | κιρκαδιανούς | τις | κιρκαδιανές | τα | κιρκαδιανά |
| κλητική | κιρκαδιανοί | κιρκαδιανές | κιρκαδιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
κιρκαδιανός, -ή -ό
- (βιολογία) ο αναφερόμενος στο βιολογικό ρυθμό με περίοδο το ημερονύχτιο, αυτός που επανέρχεται ανά εικοσιτετράωρο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.