κιρκάνιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κιρκάνιος η κιρκάνια το κιρκάνιο
      γενική του κιρκάνιου της κιρκάνιας του κιρκάνιου
    αιτιατική τον κιρκάνιο την κιρκάνια το κιρκάνιο
     κλητική κιρκάνιε κιρκάνια κιρκάνιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κιρκάνιοι οι κιρκάνιες τα κιρκάνια
      γενική των κιρκάνιων των κιρκάνιων των κιρκάνιων
    αιτιατική τους κιρκάνιους τις κιρκάνιες τα κιρκάνια
     κλητική κιρκάνιοι κιρκάνιες κιρκάνια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κιρκάνιος < αγγλική circannual < λατινική circa + annus

Επίθετο

κιρκάνιος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.