κινηματογραφόφιλου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κινηματογραφόφιλου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του κινηματογραφόφιλος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του κινηματογραφόφιλος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.