κινηματογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κινηματογραφία | οι | κινηματογραφίες |
| γενική | της | κινηματογραφίας | των | κινηματογραφιών |
| αιτιατική | την | κινηματογραφία | τις | κινηματογραφίες |
| κλητική | κινηματογραφία | κινηματογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κινηματογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: cinématographie < cinématographe < αρχαία ελληνική κίνημα + γράφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ci.ni.ma.to.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐νη‐μα‐το‐γρα‐φί‐α
Ουσιαστικό
κινηματογραφία θηλυκό
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κινηματογράφος, κίνημα, κινώ και γράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.